- εὔκλαδος
- εὔκλᾰδος, ον,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύκλαδος — εὔκλαδος, ον (Α) αυτός που έχει πολλούς και ωραίους κλάδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλάδος] … Dictionary of Greek
εὔκλαδον — εὔκλαδος with fine boughs masc/fem acc sg εὔκλαδος with fine boughs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκλάδου — εὔκλαδος with fine boughs masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκλάδους — εὔκλαδος with fine boughs masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάδος — (I) ο (AM κλάδος) βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β.… … Dictionary of Greek